Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μουτρώνω
ρήμα αμετάβατο

1 accigliarsi
2 aggrondare
3 corrugarsi
4 immusonirsi
5 rincagnarsi (vrifl)
6 avere il muso
7 avere il muso lungo un palmo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μουτρωμένος μούτσος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---