Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μούχλιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ammuffimento
2 muffosità
3 stagnamento
4 stagnazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μουχλιάζω μουχλιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---