Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μουχλιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ammuffire
2 immucidire
3 imporrare
4 imporrire
5 infunghire
6 muffire (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μούχλα μούχλιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---