Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μόχθος
ουσιαστικό αρσενικό

1 affaccendamento
2 estirpatura
3 fatica
4 faticata
5 galoppata
6 lavoro
7 sfacchinata
8 sgobbata
9 sgobbo
10 sudata
11 lavoro penoso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μοχθηρότητα μοχθώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---