Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπαγιατεύω
ρήμα αμετάβατο

1 alterarsi
2 marcire (vi)
3 raffermarsi (vrifl)
4 viziare
5 viziarsi
6 sapere di rifritto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπαγιατεμένος μπαγιάτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---