Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μοχθώ
ρήμα αμετάβατο

1 affaccendarsi
2 affacciarsi
3 affaticare
4 arrabattarsi
5 arrangolare
6 faticare
7 ingegnarsi
8 lavorare
9 lottare
10 ponzare (vt)
11 scapicollarsi (vrifl)
12 sfacchinare (vi)
13 sfaticare (vi)
14 sfaticarsi (vrifl)
15 sgobbare (vi)
16 sudare (vi vt)
17 tirare la carretta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μόχθος μόχλευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---