GrecoItaliano


μούτρο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 faccia
2 [ανατεώνας] brutto ceffo
3 [κατεργάρης] birbone

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέφτω με τα μούτρα = dedicarsi anima e corpo || κατεβάζω τα μούτρα = fare il muso || δεν έχω μούτρα να το δώ = mi vergogno || ξινίζω τα μούτρα = storcere il naso



Sfoglia il dizionario




{{ID:MOYTRO100}}
---CACHE---