Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μούτρο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 faccia
2 [ανατεώνας] brutto ceffo
3 [κατεργάρης] birbone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μούτρα μούτρωμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πέφτω με τα μούτρα = dedicarsi anima e corpo || κατεβάζω τα μούτρα = fare il muso || δεν έχω μούτρα να το δώ = mi vergogno || ξινίζω τα μούτρα = storcere il naso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---