Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μηχανορραφώ
ρήμα αμετάβατο

1 armeggiare
2 brogliare
3 complottare
4 congiurare
5 cospirare
6 intrigare
7 macchinare (vt)
8 ordire (vt)
9 tramare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μηχανορράφος μηχανοστάσιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---