Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μηχανορράφος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 abbraccione
2 camorrista
3 congiurato
4 cospiratore
5 escogitatore
6 imbroglione
7 intrallazzatore
8 intrigante
9 macchinatore
10 maneggione
11 manipolatore
12 manovriero
13 orditore
14 tessitore
15 trafficone

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μηχανορραφία μηχανορραφώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---