Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμίανση
ουσιαστικό θηλυκό 1 dissacrazione 2 impurità 3 infestazione 4 infezione 5 laidezza 6 polluzione 7 profanazione 8 schifezza 9 schifosaggine 10 sconsacrazione 11 sudiceria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |