Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λοστός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 sbarra ~f~ di ferro, piè ~m~ di porco
2 λεβιές le`va

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λοσιόν λοστρόμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---