Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λόρδα  
ουσιαστικό θηλυκό

((popolare)) gran fame ~f~, fame ~f~ da lupo μ' έπιασε μια λόρδα! == mi è venuta una fame da lupo! && κόβω λόρδες, με κόβει λόρδα == fare la fame, crepare di fame

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λοπινάριν λόρδος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---