Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λίγος  
επίθετο

1 un po' di, un poco di θέλει λίγη υπομονή == ci vuole un po' di pazienza && πιες λίγο κρασί == bevi un po' di vino € poco, non molto, non abbasta`nza του δίνουν λίγα χρήματα == gli danno pochi soldi
2 ((con valore temporale)) poco, breve σε λίγες μέρες == tra pochi giorni && σε λίγο καιρό == tra breve && για λίγο καιρό == per un breve periodo di tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιγομίλητος λιγόστεμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παρά λίγο = per poco || λίγο = un poco [αρσ.] di


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---