Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεφτουδάκια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός pochi soldi ~mp~; pi`ccoli, mode`sti rispa`rmi ~mp~; gruzzole`tto έδωσε όλα του τα λεφτoυδάκια για ν'αγoράσει ένα χωράφι == ha speso il suo gruzzoletto per l'acquisto di un terreno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |