Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεωφορείο  
ουσιαστικό ουδέτερο

a`utobus ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεωφορειάκι λεωφόρος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο σταθμός λεωφορείων = stazione [θηλ.] degli autobus


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---