Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλατρεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 culto ~m~ τόπος λατρείας == luogo di culto 2 adorazio`ne ~f~ έχει μεγάλη λατρεία στα παιδιά της == ha una vera adorazione per i figli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |