Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λάμια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mitologia la`mia ~f~
2 ((figurato)) strega ~f~, arpi`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμεντάρομαι λαμνοκό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---