Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαμαρίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

lamie`ra ~f~ δάγκωσα τη λαμαρίνα == ho preso una cotta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαμαϊσμός λαμαρινάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---