Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλάμα {2}
ουσιαστικό θηλυκό lama ~f~ 3 lame`tta ~f~ λάμα {1} ουσιαστικό ουδέτερο zoologia lama ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |