Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαλιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 voce ~f~, paro`la ~f~, fave`lla ~f~ έχασε τη λαλιά του από τη συγκίνηση == perse la parola per la commozione
2 li`ngua ~f~, fave`lla ~f~ η ελληνική λαλιά == la favella greca
3 il tono ~m~ della voce
4 di uccelli canto ~m~, cinguetti`o ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάλημα λαλιέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---