Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λάλημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

di uccelli canto ~m~ τo λάλημα του πετεινoύ == il canto del gallo && τo λάλημα του αηδoνιoύ == il canto dell'usignolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαλάω λαλιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---