Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκωμωδία
ουσιαστικό θηλυκό comme`dia ~f~ ((anche in senso figurato)) η αττική κωμωδία == la commedia attica | οι κωμωδίες του Αριστoφάνη == le commedie di Aristofane | η «Θεία Κωμωδία» == La «Divina Commedia» | ήταν σκέτη κωμωδία == era una vera commedia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |