Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κωμικός  
επίθετο

1 co`mico κωμικoί ηθοποιοί == attori comici
2 (fig) co`mico, ridi`colo, buffo κωμικές καταστάσεις == situazioni comiche & τα επιχειρήματά του μoυ φάνηκαν λίαν κωμικά == le sue argomentazioni mi sono sembrate assai ridicole

κω§μι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κωμικός]

κω§μι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κωμικός]

κω§μι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κωμικός]

κω§μι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κωμικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κώμη κωμικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---