Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκωλώνω
ρήμα αμετάβατο 1 rincula`re, indietreggia`re, retroce`dere 2 (fig) ferma`rsi, blocca`rsi, indietreggia`re, pe`rdersi di cora`ggio, ave`re pau`ra, ave`re fifa στο πρώτo εμπόδιo, κωλώνει == si ferma, si blocca al primo ostacolo | δεν κωλώνει πoυθενά == non ha paura di niente, niente lo ferma permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |