Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκωνάρι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κωνάριο] κωνάριν ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κωνάρι] κωνάριο ουσιαστικό ουδέτερο anatomia epi`fisi ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |