Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κώνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 geometria cono ~m~
2 botanica cono ~m~, stro`bilo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κωνόπολη Κωνοφόρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---