Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκώδικας
ουσιαστικό αρσενικό co`dice ~m~ γλωσσικός κώδικας == codice linguistico | αστικός κώδικας == codice civile | πoινικός κώδικας == codice penale | κώδικας οδικής κυκλoφορίας == codice stradale | γενετικός κώδικας == codice genetico | ηθικός κώδικας == codice morale | ταχυδρομικός κώδικας == codice postale | γραμμωτός κώδικας == codice a barre κώδιξ ουσιαστικό αρσενικό variante arcaica di [κώδικας] κώνδικας ουσιαστικό αρσενικό variante di [κώνδικας] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο κώδικας οδικής κυκλοφορίας = codice [αρσ.] della strada Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |