Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκωφεύω
ρήμα αμετάβατο 1 e`ssere sordo 2 (fig) e`ssere sordo, fare il sordo, fare ore`cchie da merca`nte κωφεύω στις ικεσίες κάπoιoυ == essere sordo alle suppliche di qualcuno | όταν o πατέρας τού μιλά, αυτός κωφεύει == quando il padre gli parla, lui fa il sordo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |