Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαβίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

pinza ~f~, molla ~f~, molle`tta ~f~ χειρουργικές λαβίδες == pinze chirurgiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαβή λαβομάνο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---