Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαβράκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ittiologia spi`gola ~f~, branzi`no ~m~ 2 ((figurato)) επιτυχία colpo ~m~ giornali`stico, scoop ~m~ /σκούπ/ βγάζω λαβράκι == fare uno scoop sensazionale λαβράκιν ουσιαστικό ουδέτερο variante arcaica di [λαβράκι] λαβράκιον ουσιαστικό ουδέτερο variante arcaica di [λαβράκι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |