Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαγάνα  
ουσιαστικό θηλυκό

gastronomia pane ~m~ a`zzimo a forma di foca`ccia, prepara`to il primo lunedì di Quare`sima

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαβώνω λαγαρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---