Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαβή
ουσιαστικό θηλυκό 1 πιάσιμο impugnatu`ra ~f~ λαβή ξίφoυς == impugnatura della spada, elsa 2 sport presa ~f~ 3 ((figurato)) appi`glio ~m~, a`dito δίνω λαβή για σχόλια == dare adito a pettegolezzi, dare appiglio a critiche permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαδίνω λαβή για σχόλια = dare adito a pettegolezzi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |