Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουζίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 la stanza cuci`na ~f~ έπιλα κουζίνας == mobili da cucina
2 l'apparecchio cuci`na ~f~ ηλεκτρική κουζίνα == cucina elettrica
3 cuci`na ~f~, il modo ~m~ di cucina`re η ιταλική κουζίνα == la cucina italiana | δεν έχει ιδέα από κουζίνα == non sa cucinare per niente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουεβερνιάζω κουζινέτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---