Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουδούνισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

scampanella`ta ~f~, scampanelli`o ~m~, squi`llo ~m~, tintinni`o ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουδουνίζω κουδουνιστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---