Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουδουνάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [κουδουνίζω]

κουδουνίζω  
ρήμα αμετάβατο

di campanello, ecc. suona`re, squilla`re, tintinna`re κουδούνιζαν τα καμπανάκια των αρνιών == i sonagli delle pecore tintinnavano | κουδουνίζει το τηλέφωνο == il telefono squilla | κουδουνίζουν τα αυτιά μου == ho un rimbombo nelle orecchie, le mie orecchie rintronano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουδουνάριν κουδούνι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---