Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουδούνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 per animali campana`ccio ~m~, sona`glio ~m~
2 campane`llo ~m~, campane`lla ~f~ ηλεκτρικό κουδούνι == campanello elettrico | χτυπώ το κουδούνι == suonare il campanello | χτύπησε το κουδούνι == è suonato il campanello+++του κρεμάσανε κουδούνια == sparlano di lui

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουδουνάω κουδουνίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---