Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοινοτάρχης
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό si`ndaco ~m~ di un pi`ccolo comu`ne κοινοτάρχισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κοινοτάρχης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |