Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοινός
επίθετο 1 comu`ne τα δύο σπίτια έχουν κοινό κήπο == le due case hanno un giardino in comune | κοινά συμφέροντα, ενδιαφέροντα == interessi comuni | έχoυμε κοινούς φίλους == abbiamo amici comuni | έχoυμε έναν κοινό φίλο == abbiamo un amico in comune | δεν έχoυμε κανένα κοινό σημείο == non ho nulla in comune con lui 2 pu`bblico κοινή γνώμη == opinione pubblica 3 comu`ne, ordina`rio, bana`le, volga`re έκανε ένα κοινό σχόλιο == ha fatto un commento banale | είναι ένας κοινός συκοφάντης == è un volgare calunniatore 4 medio`cre ένας κοινός συγγραφέας == uno scrittore mediocre+++η Κοινή Αγορά == il Mercato Comune | είναι κοινό μυστικό == è il segreto di Pulcinella | κοινή γυναίκα == donna pubblica, prostituta | κοινός νoυς == senso comune | κοινός τόπος == luogo comune | από κοινού == di comune accordo | χώρισαν κοινή συναινέσει == si sono separati di comune accordo κοι§νό§τα§τος επίθετο superlativo di [κοινός] κοι§νό§τε§ρος επίθετο comparativo di [κοινός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαέχω κάτι κοινό = avere qualcosa in comune || ο κοινός τόπος = luogo [αρσ.] comune || η κοινή γνώμη = opinione [θηλ. πλυθ.] pubblica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |