Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοινότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 comunità ~f~, comuna`nza ~f~ κοινότητα ιδεών == comunità di idee | κοινότητα συμφερόντων == comunanza di interessi 2 pi`ccolo comu`ne ~m~, comunità ~f~ κοινότητα Σάρτης, Χαλκιδική == comune di Sarti, in Calcidica 3 comunità ~f~ η Ευρωπαϊκή Οικoνομική Κοινότητα == la Comunità Economica Europea | σχολική κοινότητα == comunità scolastica | θρησκευτική κοινότητα == comunità religiosa | η ιταλική κοινότητα της Αθήνας == la comunità italiana di Atene permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |