Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταϋποχρεώνω  
ρήμα μεταβατικό

obbliga`re, re`ndere qualcu`no debito`re per favo`ri fatti χίλια ευχαριστώ, με έχεις στ' αλήθεια καταϋποχρεώσει! == mille grazie, ti sono veramente obbligato!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταϋποχρεωμένος καταφαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---