Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταυλισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 biva`cco ~m~
2 campo ~m~, accampame`nto ~m~ καταυλισμός προσφύγων == campo di profughi | καταυλισμός τσιγγάνων == accampamento di zingari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταυλισμένος καταυόδιον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---