Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταυλίζομαι  
ρήμα παθητικό

1 accampa`re
2 accampa`rsi
3 accantona`re
4 acquartiera`rsi
5 alloggia`re
6 attenda`re
7 attenda`rsi
8 bivacca`re
9 campeggia`re
10 ricovera`rsi
11 stanzia`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταυγόδιος καταυλίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---