Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατατρομάζω
ρήμα αμετάβατο rimane`re atterri`to, spaventa`rsi κατατρόμαξε στη θέα του αίματος == rimase atterrito alla vista del sangue κατατρομάζω ρήμα μεταβατικό spaventa`re a morte, atterri`re κατατρόμαξες έτσι όπως μπήκες == così come sei entrato, mi hai spaventato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |