Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατατρώγω  
ρήμα μεταβατικό

1 divora`re, mangia`re tutto οι κάμπιες κατέφαγαν τα φύλλα == i bruchi hanno mangiato tutte le foglie
2 (fig) scialacqua`re, dissipa`re, mangia`rsi, divora`re κατέφαγε όλα τα υπάρχοντά του στα χαρτιά == si è mangiato alle carte tutti i suoi averi
3 (fig) tormenta`re, ro`dere, consuma`re, divora`re την κατατρώνε οι τύψεις == è rosa dai rimorsi | με κατατρώει το μίσος == essere divorato dall'odio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατατρύχω κατατσακίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---