Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατατρίβομαι
ρήμα παθητικό

spreca`re le pro`prie energi`e in proble`mi meschi`ni, pe`rdere inutilme`nte il pro`prio tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατατρέχω κατατρομαγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---