Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατατροπώνω
ρήμα μεταβατικό sbaraglia`re, sgomina`re, sconfi`ggere, me`ttere in fuga, me`ttere in rotta κατατρόπωσαν τα εχθρικά στρατεύματα == hanno sbaragliato le truppe nemiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |