Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταναγκαστικός  
επίθετο

1 coerciti`vo, costritti`vo
2 forzato καταναγκαστικά έργα == lavori forzati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταναγκασμός καταναλίσκω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---