Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατανάλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

consu`mo ~m~ μειώθηκε η κατανάλωση καπνού == è diminuito il consumo di tabacco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταναλώνω καταναλώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---