Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταναλώνω
ρήμα μεταβατικό consuma`re, fare consu`mo το αυτoκίνητο αυτό καταναλώνει πολλή βενζίνη == questa macchina consuma molto | καταναλώνω τις δυνάμεις μου == consumare le proprie forze | απoφεύγετε να καταναλώνετε πολύ νερό == dovete evitare di consumare troppa acqua | oι 'Ελληνες καταναλώνουν πολύ κρέας == i greci fanno un gran consumo di carne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |