Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταλογισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

l'attribui`re ~m~, l'imputa`re ~m~, l'ascri`vere ~m~ a colpa di qualcu`no, l'addebita`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταλογισμένος καταλογιστέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---